Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γ´ Συνάντηση στο Πάρκο «Λογοτεχνία και Ιστορία» Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, Λιβάδια Κοτύλης, Γράμμος

  • Αρχική
  • Εκδηλώσεις
  • Γ´ Συνάντηση στο Πάρκο «Λογοτεχνία και Ιστορία» Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, Λιβάδια Κοτύλης, Γράμμος

 Πώς αντιμετωπίζει ένας λογοτέχνης την ιστορία και ένας ιστορικός τη λογοτεχνία; Γιατί ένας συγγραφέας επιλέγει να γράψει ιστορίες που εκτυλίσσονται στο παρελθόν; Τι μπορεί να προσφέρει η χρονική απόσταση σε ένα μυθιστόρημα; Ποια είναι τα είδη του ιστορικού μυθιστορήματος και πώς έχει εξελιχθεί από την εποχή του Ουώλτερ Σκωτ έως σήμερα; Είναι ανταγωνιστική ή συμπληρωματική η σχέση μυθοπλασίας και επιστήμης; Σε ποιο βαθμό απασχολεί τους λογοτέχνες η ιστορική ακρίβεια; Τα έργα της λογοτεχνίας αποτελούν πηγές για τον ιστορικό; Τι μπορεί να μας πει το παρελθόν για το σήμερα, τι μπορεί να μας φανερώσει η Ιστορία μες στο μυθιστόρημα για το παρόν;


Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που συζήτησαν λογοτέχνες, κριτικοί της λογοτεχνίας και ιστορικοί στη διήμερη συνάντηση με θέμα «Λογοτεχνία και Ιστορία», το Σάββατο 13 και την Κυριακή 14 Ιουλίου 2024 στο συνεδριακό κέντρο του Πάρκου Εθνικής Συμφιλίωσης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Γράμμου. Ήταν η τρίτη συνάντηση στο Πάρκο, καθώς είχαν προηγηθεί τον Ιούλιο του 2022 η συνάντηση με τίτλο «Σύνταγμα και εξωτερική πολιτική», και τον Ιούλιο του 2023 με τίτλο «Τα άστρα στο Πάρκο». Στην Γ΄ Συνάντηση, λογοτέχνες, μελετητές και ιστορικοί συμφώνησαν ότι αναζητούν, ο καθένας και η καθεμιά με τα δικά του εργαλεία, την αλήθεια, γράφοντας ένα μυθιστόρημα ή μελέτη. Μας μίλησαν, ιδίως οι λογοτέχνες, για τις βιωματικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκινάει ένα μυθιστόρημα ή διήγημά τους, ενώ, εισάγοντάς μας στο «εργαστήρι του συγγραφέα», αναφέρθηκαν στους τρόπους με τους οποίους η πρώτη ύλη γίνεται αφήγηση και ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Ακόμα, με διάφορες αποχρώσεις, συμφώνησαν ότι η λογοτεχνία έχει τα πρωτεία (και χρονικά στην προσέγγιση ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά και ως προς την επίδρασή της στο κοινό), καθώς και στον καθοριστικό ρόλο της αφήγησης. Τέλος, μέσα και από την προσωπική τους εμπειρία, μας εξήγησαν πώς ο λογοτέχνης μπορεί να αξιοποιεί την ιστορία και ο ιστορικός τη λογοτεχνία, σε ένα πεδίο γόνιμων αλληλεπιδράσεων.

To Σάββατο 13 Ιουλίου, η Ελισάβετ Κοτζιά άνοιξε τη συζήτηση μιλώντας για τον τόπο του Γράμμου, τόπο έμφορτο με βαριές ιστορικές μνήμες, που έχουν τροφοδοτήσει και τη λογοτεχνία. Αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα που εμπνέεται από τα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, στο «πολιτικό», τρόπον τινά μυθιστόρημα, που σταδιακά γίνεται ιστορικό, καθώς απομακρυνόμαστε από την εποχή εκείνη. Στη συνέχεια, αφού παρουσίασε το έργο του Νίκου Δαββέτα και του Βασίλη Γκουρογιάννη, συζήτησε μαζί τους, καθώς και με τους ιστορικούς Βαγγέλη Καραμανωλάκη και Στρατή Μπουρνάζο.


Ο Νίκος Δαββέτας σημείωσε ότι η λογοτεχνία συνήθως προηγείται της ιστοριογραφίας, καθώς μπορεί να ασχοληθεί με ένα γεγονός ακόμα και εν θερμώ, την επαύριο. Αναφέρθηκε στα προσωπικά του βιώματα και σε δύο καθοριστικές οικογενειακές του αναμνήσεις, που αποτέλεσαν έναυσμα για τα μυθιστορήματά του: την απόλυση της μητέρας του από τη δικτατορία το 1967, καθώς και τον χαραγμένο αριθμό στο χέρι του παππού του, σημάδι ότι υπήρξε έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα αποτυπώνονται στις οικογενειακές διαδρομές, είπε, επισημαίνοντας ότι η λογοτεχνία συνιστά μια διαδικασία ανάπλασης που προσθέτει ψηφίδες, θέτει επί τάπητος ζητήματα και μια νέα οπτική στην αφήγηση.


Ο Βασίλης Γκουρογιάννης αναφέρθηκε στο πολύ μεγάλο και δύσκολο μάθημα της Ιστορίας, το οποίο μπορεί να είναι ένα τραύμα, ένα «κάταγμα», που συχνά κολλιέται με τρόπο στραβό. Αναφέρθηκε στα παιδικά του βιώματα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν τα καλοκαίρια, σε σπίτια συγγενών στη Θεσπρωτία, πρωτοάκουσε για τους Τσάμηδες, υλικό που τροφοδότησε το πρώτο του μυθιστόρημα. Στη συνέχεια μίλησε για τις αναμνήσεις του από τον στρατό, το τραγικό καλοκαίρι του 1974, οι οποίες, σε συνδυασμό με μαρτυρίες, τροφοδότησαν τη λογοτεχνική του παραγωγή, με επίκεντρο την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Η λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει ιστορίες, που η κοινωνία, πολλές φορές, δεν θέλει να θυμάται και προτιμά να απωθεί, είπε.


Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης εξήγησε ότι τα λογοτεχνικά έργα αποτελούν ένα σύμπαν πληροφοριών για τον ιστορικό. Η λογοτεχνία, είπε, μεταφέρει πληροφορίες που δεν μπορούμε να συναγάγουμε από αλλού, ιδιαίτερα για πλευρές που μένουν στη σιωπή, λ.χ. για τον κόσμο των γυναικών, την ιδιωτική ζωή, την καθημερινότητα. Αναφέρθηκε στην Πηνελόπη Δέλτα και την επικοινωνία της με σημαντικούς ιστορικούς της εποχής της, όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος και ο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, από τους οποίους αντλούσε πληροφορίες για τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Η λογοτεχνία μπορεί προνομιακά να μεταφέρει ατμόσφαιρα, συναισθήματα, φόβους και ελπίδες, διαψεύσεις και οράματα, κατέληξε. 


Ο Στρατής Μπουρνάζος σημείωσε ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι πολύτιμη για τον ιστορικό (ως πηγή, ιδίως της καθημερινότητας, αλλά και ως πηγή ευαισθησίας και καλλιέργειας). Τόνισε ότι η σχέση είναι αμφίδρομη, καθώς η ιστορία τροφοδοτεί τον λογοτέχνη (με πληροφορίες και τεκμήρια), αλλά και η λογοτεχνία έχει επιδράσει καθοριστικά στην ιστορία: ο Μισλέ και ο Καρλάυλ δεν θα έγραφαν όπως γράφουν αν δεν είχε προηγηθεί ο Ουώλτερ Σκοτ, είπε. Ολοκλήρωσε αναφερόμενος στη ρήση του Ανρί Ιρενέ-Μαρού ότι ο ιστορικός πρέπει να συνδυάζει κριτική και ενσυναίσθηση, κάτι στο οποίο η λογοτεχνία μπορεί να σταθεί σπουδαίος αρωγός.


Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου στρογγυλού τραπεζιού, την υποβλητική ώρα του δειλινού, ο χώρος του Πάρκου γέμισε μαγευτικά από τις μελωδίες του Βιβάλντι, του Πάχελμπελ, του Χέντελ, του Μπαχ, του Μασνέ και του Μότσαρτ. Στη συναυλία, πρώτο βιολί ήταν ο Γεράσιμος Λώλης (μαέστρος, καθηγητής του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων), δεύτερο βιολί η Ιωάννα-Ειρήνη Καραμάνη (δευτεροετής φοιτήτρια μουσικής επιστήμης ΠΑΜΑΚ) και βιολοντσέλο ο Αμβρόσιος Βλαχόπουλος (καθηγητής του Δημοτικού Ωδείου Ιωαννίνων, κορυφαίος Α΄ της συμφωνικής ορχήστρας του Δήμου Ιωαννιτών).

 

Την Κυριακή 14 Ιουλίου, ανοίγοντας το δεύτερο στρογγυλό τραπέζι, ο Μανόλης Πιμπλής ξεκίνησε από την παραδοχή ότι τόσο ο ιστορικός όσο και ο λογοτέχνης, με διαφορετικούς τρόπους, αναζητούν την αλήθεια, μια αλήθεια που διαρκώς διαφεύγει, αλλά είναι χρέος μας να αναζητούμε. Αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Κρήτης, όπου η λογοτεχνία προηγήθηκε στην ανάπλαση του ιστορικού παρελθόντος από τη λογοτεχνία. Στη συνέχεια, αφού παρουσίασε το έργο της Ρέας Γαλανάκη, του Ισίδωρου Ζουργού και του Βασίλη Τσιαμπούση, συζήτησε μαζί τους, καθώς και με τον ιστορικό Ευάνθη Χατζηβασιλείου.


Η Ρέα Γαλανάκη μίλησε καταρχάς για τις σπουδές ιστορίας που έκανε στη Φιλοσοφική Αθηνών, καθώς και στο «σκληρό άγγιγμα της ιστορίας» που ένιωσε, προσωπικά και οικογενειακά, τα ίδια χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Αναφέρθηκε στην πολύ συστηματική έρευνα σε αρχεία που κάνει ο λογοτέχνης, δίνοντας παραδείγματα και από τη δική της δουλειά. Η ιστορική έρευνα, είπε, διευρύνει τους ορίζοντές μας, ανοίγει το μυαλό μας – όλων, όχι μόνο των λογοτεχνών. Σημείωσε ότι η συγκίνηση από μια ιστορία, δική μας ή ξένη, η συναισθηματική εμπλοκή, συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση για τη γραφή. Και, επαναλαμβάνοντας έναν παλιότερο ορισμό που είχε διατυπώσει η ίδια, είπε ότι για τον λογοτέχνη ιστορία είναι το ανθρώπινο δράμα μέσα σε μια πολύ συγκεκριμένη, και ταυτόχρονα συμβολική, σχέση τόπου, χρόνου και γλώσσας.


Ο Ισίδωρος Ζουργός, παίρνοντας τη σκυτάλη, σημείωσε ότι η νεότερη γενιά δεν ένιωσε το ίδιο έντονα τη «λάβα της ιστορίας». Συνέχισε λέγοντας ότι, παρά την κάποια δυσανεξία του για τον όρο «ιστορικό μυθιστόρημα», θεωρεί καθοριστική τη συμβολή της ιστορίας στη λογοτεχνία. Μας θύμισε τη ρήση του Γκυστάβ Φλωμπέρ, την εποχή που έγραφε τη Σαλαμπώ, ότι ανατρέχει στον 3ο π.Χ. αιώνα, για να ξεφύγει από το παρόν – διερωτώμενος κατά πόσον, βέβαια, ο Φλωμπέρ, και ο συγγραφέας γενικότερα, μπορεί να καταφέρει μια τέτοια διαφυγή. Σημείωσε, τέλος, ότι το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον λειτουργεί ως μήτρα για τη γραφή, καθώς ο συγγραφέας δεν μπορεί να ξεφύγει πλήρως από τον χρόνο στον οποίο γράφει.


Ο Βασίλης Τσιαμπούσης επισήμανε ότι δεν είναι ανάγκη να έχουμε ζήσει την εποχή την οποία γράφουμε, καθώς οι αφορμές και οι αφετηρίες είναι βιωματικές, και όχι βιογραφικές. Τα ιστορικά στοιχεία, όπως είπε, λειτουργούν ως «πειστήρια αλήθειας» στο λογοτεχνικό έργο, προσθέτοντας αληθοφάνεια στους χαρακτήρες. Στάθηκε στη μικροϊστορία και τα μικρά γεγονότα, ενώ μίλησε για τους ήρωές του, που είναι «ωραίοι χαρακτήρες», οι οποίοι όμως συνθλίβονται κάτω υπό ορισμένες περιστάσεις και συνθήκες οι οποίες είναι εξωτερικές, δεν εξαρτώνται από τους ίδιους.


Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου ξεκίνησε λέγοντας πως, μελετώντας ως νεαρός ιστορικός τη δεκαετία του 1960, αισθάνθηκε την ανάγκη να διαβάσει λογοτεχνία, να δει ταινίες και να ακούσει τραγούδια της εποχής, για να αισθανθεί το πνεύμα της. Τόνισε ότι η λογοτεχνία μπορεί να προσεγγίζει ένα φαινόμενο εν εξελίξει, όπως το Κυπριακό, πολύ πιο ευχερώς σε σχέση με την ιστορία. Ακόμα, μιλώντας για τις «κουρτίνες» που παρεμβάλλει ο συγγραφέας, ώστε ο αναγνώστης να μη διακρίνει εντός, είπε ότι, κατά τη διαδικασία της γραφής, ο ιστορικός δεσμεύεται αυστηρά από το αίτημα της αναζήτησης της αλήθειας, ενώ ο λογοτέχνης έχει τη δυνατότητα να κινηθεί πιο χαλαρά: μπορεί να προσφέρει μια έντιμη υποκειμενική εικόνα, μια ελεύθερη ανάπλαση της πραγματικότητας, χωρίς όμως να απεμπολεί την αλήθεια ή να φτάνει στην παραποίησή της.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, Λιβάδια Κοτύλης, Καστοριά
Ημερομηνίες:

-

Ώρα διεξαγωγής:

Σάββατο: 18:00-21:00
Κυριακή: 11:00-12:30

ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΥΛΙΚΟ