Η Ιταλία κατέλαβε τα Δωδεκάνησα τον Μάιο του 1912, κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο. Η απόσπαση των νησιών από την οθωμανική κυριαρχία, σε συνδυασμό με τις ιταλικές διακηρύξεις περί προσωρινότητας αυτής της κατοχής, ενίσχυσαν τις ελπίδες των Δωδεκανησίων για την επίτευξη της πολυπόθητης ένωσης με την Ελλάδα, όπως αυτές άλλωστε είχαν διακηρυχθεί στις 17 Ιουνίου 1912 στην Πάτμο, με την ανακήρυξη της «Αυτόνομης Πολιτείας του Αιγαίου». Οι περιπέτειες των Βαλκανικών, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των Συνθηκών Ειρήνης που ακολούθησαν, με τις εδαφικές ανακατατάξεις και τη ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων, θα διατηρούσαν τις ελληνικές επιδιώξεις ζωντανές, μέχρι την απότομη προσγείωση της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Συνθήκης της Λωζάννης.
Η ελληνική ήττα του 1922 και η άνοδος των Ιταλών φασιστών στην εξουσία, κατέστησαν πλέον απροκάλυπτες τις προθέσεις των νέων κυρίων των Δωδεκανήσων. Τα «Ιταλικά Νησιά του Αιγαίου» κηρύσσονταν ιταλική κτήση με νομοθετική και τελωνειακή αυτονομία υπό τις διαταγές ενός Ιταλού Κυβερνήτη.
Το επόμενο βήμα στην επίτευξη των επεκτατικών στρατηγικών της Ιταλίας ήταν η συστηματική απόπειρα αφελληνισμού του πληθυσμού των νησιών. Οι εύφορες καλλιεργούμενες γαίες παραχωρούνταν σε Ιταλούς εποίκους. Οι Έλληνες απομακρύνονταν από κάθε βαθμίδα της τοπικής διοίκησης, η ορθόδοξη Εκκλησία δεχόταν χτυπήματα και η παιδεία ιταλοποιούνταν συστηματικά. Από το 1936 και μετά, το καθεστώς θα γίνει ακόμη πιο σκληρό. Η ιταλική γλώσσα επιβλήθηκε βιαίως, οι κάτοικοι όφειλαν να «διαπαιδαγωγηθούν» στον φασισμό, ενώ η εβραϊκή και η μουσουλμανική κοινότητα δέχονταν απειλές. Οι γηγενείς κάτοικοι ενέπιπταν πλέον στο ενδιάμεσο καθεστώς της λεγομένης «μικρής» ιταλικής ιθαγένειας, με τη «μεγάλη» να επιφυλάσσεται ως ανταμοιβή μόνον για όσους θα συνεργάζονταν με τις Αρχές. Ουσιαστικά, η ιταλική διοίκηση των Δωδεκανήσων, αδιαφορώντας για τις υποδομές και την μακροπρόθεσμη ανάπτυξή τους, προσπάθησε να επιβάλει έναν ιταλικό χαρακτήρα στα νησιά, επενδύοντας κυρίως σε έργα προβολής, όπως η ανέγερση δημόσιων κτιρίων. Μόνα, θετικά δείγματα ήταν ένα εκτεταμένο οδικό δίκτυο, κάποια πρώτα βήματα στον τουρισμό και η εισαγωγή οργανωμένων κρατικών υπηρεσιών.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, πιεσμένες από τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του Μεσοπολέμου, αδυνατούσαν να παρέμβουν περισσότερο από το να υπενθυμίζουν στη Διεθνή Κοινότητα την ελληνικότητα των Δωδεκανήσων και να επιφυλάσσονται των ελληνικών δικαιωμάτων σε αυτά. Οι ίδιοι οι Δωδεκανήσιοι έπρεπε να υπερασπιστούν την ταυτότητά τους. Χιλιάδες εγκατέλειψαν τα νησιά και ενώθηκαν με τις ακμάζουσες κοινότητές των ομογενών τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, την Αμερική, την Αίγυπτο, την Αυστραλία. Ιδρύθηκαν σύλλογοι και οργανώσεις που πρόβαλλαν και διατράνωναν τον εθνικό προσανατολισμό και τους στόχους τους. Πράγματι, η επιμονή των Δωδεκανησίων στην άρνησή τους να αφομοιωθούν θα ανάγκαζε τον Ιταλό Κυβερνήτη να προσπαθήσει να καθησυχάσει τον Μουσολίνι, γράφοντάς του το 1937: «Η άποψη πως ο λαός αυτός θα αντιστέκεται διαρκώς και επιμόνως είναι επιπόλαιη»